συναποφασίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασυναποφασίζω
- αποφασίζω κάτι από κοινού με κάποιον άλλο
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συναποφασίζω | συναποφάσιζα | θα συναποφασίζω | να συναποφασίζω | συναποφασίζοντας | |
β' ενικ. | συναποφασίζεις | συναποφάσιζες | θα συναποφασίζεις | να συναποφασίζεις | συναποφάσιζε | |
γ' ενικ. | συναποφασίζει | συναποφάσιζε | θα συναποφασίζει | να συναποφασίζει | ||
α' πληθ. | συναποφασίζουμε | συναποφασίζαμε | θα συναποφασίζουμε | να συναποφασίζουμε | ||
β' πληθ. | συναποφασίζετε | συναποφασίζατε | θα συναποφασίζετε | να συναποφασίζετε | συναποφασίζετε | |
γ' πληθ. | συναποφασίζουν(ε) | συναποφάσιζαν συναποφασίζαν(ε) |
θα συναποφασίζουν(ε) | να συναποφασίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συναποφάσισα | θα συναποφασίσω | να συναποφασίσω | συναποφασίσει | ||
β' ενικ. | συναποφάσισες | θα συναποφασίσεις | να συναποφασίσεις | συναποφάσισε | ||
γ' ενικ. | συναποφάσισε | θα συναποφασίσει | να συναποφασίσει | |||
α' πληθ. | συναποφασίσαμε | θα συναποφασίσουμε | να συναποφασίσουμε | |||
β' πληθ. | συναποφασίσατε | θα συναποφασίσετε | να συναποφασίσετε | συναποφασίστε | ||
γ' πληθ. | συναποφάσισαν συναποφασίσαν(ε) |
θα συναποφασίσουν(ε) | να συναποφασίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συναποφασίσει | είχα συναποφασίσει | θα έχω συναποφασίσει | να έχω συναποφασίσει | ||
β' ενικ. | έχεις συναποφασίσει | είχες συναποφασίσει | θα έχεις συναποφασίσει | να έχεις συναποφασίσει | ||
γ' ενικ. | έχει συναποφασίσει | είχε συναποφασίσει | θα έχει συναποφασίσει | να έχει συναποφασίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συναποφασίσει | είχαμε συναποφασίσει | θα έχουμε συναποφασίσει | να έχουμε συναποφασίσει | ||
β' πληθ. | έχετε συναποφασίσει | είχατε συναποφασίσει | θα έχετε συναποφασίσει | να έχετε συναποφασίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συναποφασίσει | είχαν συναποφασίσει | θα έχουν συναποφασίσει | να έχουν συναποφασίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία συναποφασίζω