Ετυμολογία

επεξεργασία
συναποθνήσκω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συναποθνῄσκω[1]

συναποθνήσκω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συναποθνῄσκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.