Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συναγελάζομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συναγελάζομαι (χωρίς μειωτική χροιά)

  Ρήμα επεξεργασία

συναγελάζομαι, αόρ.: συναγελάστηκα (αποθετικό ρήμα)

  1. (για ζώα) που ζουν σε αγέλη
  2. (μεταφορικά) σχετίζομαι, κάνω συντροφιά με ανήθικους, μηδαμινούς ανθρώπους

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη αγέλη

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία