συμφωνητικόν
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασυμφωνητικόν ουδέτερο
- το συμφωνητικό
Συγγενικά
επεξεργασία- συμφωνητής
- συμφωνῶ, -έω
→ και δείτε τη λέξη σύμφωνος
Πηγές
επεξεργασία- συμφωνητικόν - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)