Ετυμολογία

επεξεργασία
συμφωνητικόν < συμφωνη- + -τικόν, ουδέτερο του -τικός ως ουδέτερου του *συμφωνητικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμφωνητικόν ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη σύμφωνος