Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμμαζώνω < μεσαιωνική ελληνική συμμαζώνω < συν- + μαζώνω

  Ρήμα επεξεργασία

συμμαζώνω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία