Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συμβασίλευσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
συμβασίλευσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
συμβασιλεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
συμβασιλεύω