Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

συμβίβασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος συμβιβάζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος συμβιβάζω