Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συμάζωξε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
συμάζωξε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
συμμαζώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
συμμαζώνω