Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

συγχρηματοδότησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος συγχρηματοδοτώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος συγχρηματοδοτώ