Δείτε επίσης: συγγενοῦς

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

συγγενούς

  1. γενική ενικού του συγγενής αρσενικό ή θηλυκό
  2. γενική ενικού του συγγενές, ουδέτερο του συγγενής

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

συγγενούς αρσενικό ή θηλυκό