Ετυμολογία

επεξεργασία
στωικίζω < στωικός + -ίζω

στωικίζω

  1. (σπάνιο) είμαι στωικός
  2. (σπάνιο) φέρομαι σαν στωικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • στωικίζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)