στωικίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαστωικίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στωικίζω | στωίκιζα | θα στωικίζω | να στωικίζω | στωικίζοντας | |
β' ενικ. | στωικίζεις | στωίκιζες | θα στωικίζεις | να στωικίζεις | στωίκιζε | |
γ' ενικ. | στωικίζει | στωίκιζε | θα στωικίζει | να στωικίζει | ||
α' πληθ. | στωικίζουμε | στωικίζαμε | θα στωικίζουμε | να στωικίζουμε | ||
β' πληθ. | στωικίζετε | στωικίζατε | θα στωικίζετε | να στωικίζετε | στωικίζετε | |
γ' πληθ. | στωικίζουν(ε) | στωίκιζαν στωικίζαν(ε) |
θα στωικίζουν(ε) | να στωικίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στωίκισα | θα στωικίσω | να στωικίσω | στωικίσει | ||
β' ενικ. | στωίκισες | θα στωικίσεις | να στωικίσεις | στωίκισε | ||
γ' ενικ. | στωίκισε | θα στωικίσει | να στωικίσει | |||
α' πληθ. | στωικίσαμε | θα στωικίσουμε | να στωικίσουμε | |||
β' πληθ. | στωικίσατε | θα στωικίσετε | να στωικίσετε | στωικίστε | ||
γ' πληθ. | στωίκισαν στωικίσαν(ε) |
θα στωικίσουν(ε) | να στωικίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στωικίσει | είχα στωικίσει | θα έχω στωικίσει | να έχω στωικίσει | ||
β' ενικ. | έχεις στωικίσει | είχες στωικίσει | θα έχεις στωικίσει | να έχεις στωικίσει | ||
γ' ενικ. | έχει στωικίσει | είχε στωικίσει | θα έχει στωικίσει | να έχει στωικίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στωικίσει | είχαμε στωικίσει | θα έχουμε στωικίσει | να έχουμε στωικίσει | ||
β' πληθ. | έχετε στωικίσει | είχατε στωικίσει | θα έχετε στωικίσει | να έχετε στωικίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στωικίσει | είχαν στωικίσει | θα έχουν στωικίσει | να έχουν στωικίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία στωικίζω
|
Πηγές
επεξεργασία- στωικίζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)