στρογγυλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρογγυλώνω < στρογγυλός + -ώνω
Ρήμα
επεξεργασίαστρογγυλώνω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στρογγυλώνω | στρογγύλωνα | θα στρογγυλώνω | να στρογγυλώνω | στρογγυλώνοντας | |
β' ενικ. | στρογγυλώνεις | στρογγύλωνες | θα στρογγυλώνεις | να στρογγυλώνεις | στρογγύλωνε | |
γ' ενικ. | στρογγυλώνει | στρογγύλωνε | θα στρογγυλώνει | να στρογγυλώνει | ||
α' πληθ. | στρογγυλώνουμε | στρογγυλώναμε | θα στρογγυλώνουμε | να στρογγυλώνουμε | ||
β' πληθ. | στρογγυλώνετε | στρογγυλώνατε | θα στρογγυλώνετε | να στρογγυλώνετε | στρογγυλώνετε | |
γ' πληθ. | στρογγυλώνουν(ε) | στρογγύλωναν στρογγυλώναν(ε) |
θα στρογγυλώνουν(ε) | να στρογγυλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στρογγύλωσα | θα στρογγυλώσω | να στρογγυλώσω | στρογγυλώσει | ||
β' ενικ. | στρογγύλωσες | θα στρογγυλώσεις | να στρογγυλώσεις | στρογγύλωσε | ||
γ' ενικ. | στρογγύλωσε | θα στρογγυλώσει | να στρογγυλώσει | |||
α' πληθ. | στρογγυλώσαμε | θα στρογγυλώσουμε | να στρογγυλώσουμε | |||
β' πληθ. | στρογγυλώσατε | θα στρογγυλώσετε | να στρογγυλώσετε | στρογγυλώστε | ||
γ' πληθ. | στρογγύλωσαν στρογγυλώσαν(ε) |
θα στρογγυλώσουν(ε) | να στρογγυλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στρογγυλώσει | είχα στρογγυλώσει | θα έχω στρογγυλώσει | να έχω στρογγυλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις στρογγυλώσει | είχες στρογγυλώσει | θα έχεις στρογγυλώσει | να έχεις στρογγυλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει στρογγυλώσει | είχε στρογγυλώσει | θα έχει στρογγυλώσει | να έχει στρογγυλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στρογγυλώσει | είχαμε στρογγυλώσει | θα έχουμε στρογγυλώσει | να έχουμε στρογγυλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε στρογγυλώσει | είχατε στρογγυλώσει | θα έχετε στρογγυλώσει | να έχετε στρογγυλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στρογγυλώσει | είχαν στρογγυλώσει | θα έχουν στρογγυλώσει | να έχουν στρογγυλώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία στρογγυλώνω
|
Πηγές
επεξεργασία- στρογγυλώνω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)