Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρηνιάω < στρῆν(ος) + -ιάω[1]

  Ρήμα επεξεργασία

στρηνιάω, στρηνιῶ, μέλλων: στρηνιάσω

Κλίση επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.

  Πηγές επεξεργασία