στρηνιῶ

για τους συνηρημένους χρόνους:

Ενεργητικός Ενεστώτας
προσωπικές
εγκλίσεις
οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική
ἐγώ
στρηνι
στρηνι
στρηνιῷμι / στρηνιῴην
-
σύ
στρηνιᾷς
στρηνιᾷς
στρηνιῷς / στρηνιῴης
στρηνία
οὖτος
στρηνι
στρηνι
στρηνι / στρηνιῴη
στρηνιάτω
ἡμεῖς
στρηνιῶμεν
στρηνιῶμεν
στρηνιῷμεν
-
ὑμεῖς
στρηνιᾶτε
στρηνιᾶτε
στρηνιῷτε
στρηνιᾶτε
οὗτοι
στρηνιῶσι(ν)
στρηνιῶσι(ν)
στρηνιῷεν
στρηνιώντων / στρηνιάτωσαν
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχή
στρηνιᾶν
στρηνιῶν
στρηνιῶσα
στρηνιῶν