στραβοτιμονιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στραβοτιμονιάζω < στραβοτιμονιά + -άζω
Ρήμα
επεξεργασίαστραβοτιμονιάζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στραβοτιμονιάζω | στραβοτιμόνιαζα | θα στραβοτιμονιάζω | να στραβοτιμονιάζω | στραβοτιμονιάζοντας | |
β' ενικ. | στραβοτιμονιάζεις | στραβοτιμόνιαζες | θα στραβοτιμονιάζεις | να στραβοτιμονιάζεις | στραβοτιμόνιαζε | |
γ' ενικ. | στραβοτιμονιάζει | στραβοτιμόνιαζε | θα στραβοτιμονιάζει | να στραβοτιμονιάζει | ||
α' πληθ. | στραβοτιμονιάζουμε | στραβοτιμονιάζαμε | θα στραβοτιμονιάζουμε | να στραβοτιμονιάζουμε | ||
β' πληθ. | στραβοτιμονιάζετε | στραβοτιμονιάζατε | θα στραβοτιμονιάζετε | να στραβοτιμονιάζετε | στραβοτιμονιάζετε | |
γ' πληθ. | στραβοτιμονιάζουν(ε) | στραβοτιμόνιαζαν στραβοτιμονιάζαν(ε) |
θα στραβοτιμονιάζουν(ε) | να στραβοτιμονιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στραβοτιμόνιασα | θα στραβοτιμονιάσω | να στραβοτιμονιάσω | στραβοτιμονιάσει | ||
β' ενικ. | στραβοτιμόνιασες | θα στραβοτιμονιάσεις | να στραβοτιμονιάσεις | στραβοτιμόνιασε | ||
γ' ενικ. | στραβοτιμόνιασε | θα στραβοτιμονιάσει | να στραβοτιμονιάσει | |||
α' πληθ. | στραβοτιμονιάσαμε | θα στραβοτιμονιάσουμε | να στραβοτιμονιάσουμε | |||
β' πληθ. | στραβοτιμονιάσατε | θα στραβοτιμονιάσετε | να στραβοτιμονιάσετε | στραβοτιμονιάστε | ||
γ' πληθ. | στραβοτιμόνιασαν στραβοτιμονιάσαν(ε) |
θα στραβοτιμονιάσουν(ε) | να στραβοτιμονιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στραβοτιμονιάσει | είχα στραβοτιμονιάσει | θα έχω στραβοτιμονιάσει | να έχω στραβοτιμονιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις στραβοτιμονιάσει | είχες στραβοτιμονιάσει | θα έχεις στραβοτιμονιάσει | να έχεις στραβοτιμονιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει στραβοτιμονιάσει | είχε στραβοτιμονιάσει | θα έχει στραβοτιμονιάσει | να έχει στραβοτιμονιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στραβοτιμονιάσει | είχαμε στραβοτιμονιάσει | θα έχουμε στραβοτιμονιάσει | να έχουμε στραβοτιμονιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε στραβοτιμονιάσει | είχατε στραβοτιμονιάσει | θα έχετε στραβοτιμονιάσει | να έχετε στραβοτιμονιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στραβοτιμονιάσει | είχαν στραβοτιμονιάσει | θα έχουν στραβοτιμονιάσει | να έχουν στραβοτιμονιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία στραβοτιμονιάζω
|