Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στοιχημάτισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
στοιχημάτισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
στοιχηματίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
στοιχηματίζω