στοιχειοθετώντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαστοιχειοθετώντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος στοιχειοθετώ
- ↪ Το έκανε, αλλά μόνον στοιχειοθετώντας το θα μπορέσεις να τον δεις επιτέλους κατηγορούμενο.
στοιχειοθετώντας άκλιτο