Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στιγμιαίως < (καθαρεύουσα) < (ελληνιστική κοινήστιμγιαῖος. Συγχρονικά αναλύεται σε στιγμιαί(ος) + -ως.

  Επίρρημα επεξεργασία

στιγμιαίως

  Πηγές επεξεργασία