στιγμιαίως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στιγμιαίως < (καθαρεύουσα) < (ελληνιστική κοινή) στιμγιαῖος. Συγχρονικά αναλύεται σε στιγμιαί(ος) + -ως.
Επίρρημα
επεξεργασίαστιγμιαίως
Πηγές
επεξεργασία- στιγμιαίος (& στιγμιαία, -ως) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- στιμγιαῖος (& -ως) - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .