στερηθείτε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
στερηθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στερούμαι
- θα στερηθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στερούμαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος στερούμαι