στερεοτύπως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στερεοτύπως (μαρτυρείται από το 1851) [1] < στερεότυπ(ος) + -ως
Επίρρημα
επεξεργασίαστερεοτύπως
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 928, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου