Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

στήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος στήνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στήνω
  3. θα στήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στήνω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

στήσει
→ δείτε τη λέξη  ἵστημι