Ετυμολογία

επεξεργασία
σπουδαίως < σπουδαῖ(ος) + -ως

  Επίρρημα

επεξεργασία

σπουδαίως, συγκριτικός:σπουδαιότερον/σπουδαιοτέρως, υπερθετικός: σπουδαιότατα