Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπουδαίως < σπουδαῖ(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

σπουδαίως, συγκριτικός:σπουδαιότερον/σπουδαιοτέρως, υπερθετικός: σπουδαιότατα

  Πηγές επεξεργασία