σπλῆνα
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπλῆνα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σπλήν (αρσενικό), από την αιτιατική ενικού «τὸν σπλῆνα» → και δείτε περισσότερα στην Ετυμολογία στο σπλήνα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπλῆνα θηλυκό
- (ανατομία) η σπλήνα
- ※ τὴν σπλῆναν του (14ος αιώνας, Ιωάννης Σταφιδάς, Ιατροσόφια (1385), 3.85)
- άλλες μορφές: σπλήνη (θηλυκό), λόγιο αρσενικό: σπλήν
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- σπλῆναν (αιτιατική ενικού)
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- §2.6.6. - The Cambridge Grammar of Medieval and Early Modern Greek. (2019) [Η Γραμματική του Κέμπριτζ για τα μεσαιωνικά και πρώιμα νέα ελληνικά] (στα αγγλικά) Των David Holton, Geoffrey Horrocks, Marjolijne Janssen, Tina Lendari, Io Manolessou & Notis Toufexis. Cambridge University Press. 4 τόμοι. DOI - εισαγωγή
- Σπλῆνα milza - σελ. 378 1ου μέρους - Somavera, Alessio da / Ἀλέξιος ὁ Σουμαβέραιος (1709), Θησαυρός της ρωμαϊκής και της φραγκικής γλώσσας. Στο Παρίτζι:Από την τυπογραφίαν του Μιχαήλ Γκινιάρδ, ͵αψ΄ θ΄. Τesoro della lingua greca-volgare ed italiana. Parigi:Appresso Michele Guignard, M.DCC.IX. @anemi
- σπλήνη - LBG, σπλήν - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίασπλῆνα αρσενικό