Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

σπεύσατε

  1. β' πληθυντικό οριστικής αορίστου του ρήματος σπεύδω
  2. (λόγιο) β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος σπεύδω
    παράλληλος τύπος: σπεύστε)