Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπεύσατε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
σπεύσατε
β' πληθυντικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
σπεύδω
(
λόγιο
)
β' πληθυντικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
σπεύδω
παράλληλος τύπος:
σπεύστε
)