σπαταλιέμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
σπαταλιέμαι, π.αόρ.: σπαταλήθηκα, μτχ.π.π.: σπαταλημένος
- παθητική φωνή του ρήματος σπαταλάω / σπαταλώ
Άλλες μορφές επεξεργασία
- σπαταλώμαι για το σπαταλώ
σπαταλιέμαι, π.αόρ.: σπαταλήθηκα, μτχ.π.π.: σπαταλημένος