Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπασουάρ < γαλλική suspensoir

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπασουάρ ουδέτερο άκλιτο

  • κηλεπίδεσμος
  • ειδικό εσώρουχο που προστατεύει τα γεννητικά όργανα από χτυπήματα

  Μεταφράσεις επεξεργασία