Ετυμολογία

επεξεργασία
σπασουάρ < γαλλική suspensoir

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπασουάρ ουδέτερο άκλιτο

  • κηλεπίδεσμος
  • ειδικό εσώρουχο που προστατεύει τα γεννητικά όργανα από χτυπήματα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία