Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπίλωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
σπίλωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
σπιλώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
σπιλώνω