Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπέργδην
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
σπέργδην
<
αρχαία ελληνική
σπέργδην
<
σπέρχομαι
(=
βιάζομαι
) +
-δην
Επίρρημα
επεξεργασία
σπέργδην
(
αρχαιοπρεπές
)
βιαστικά
,
γρήγορα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπέργδην
→
δείτε
τις λέξεις
βιαστικά
και
γρήγορα