σοδεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σοδεύω < ελληνιστική κοινή εἰσοδεύω < αρχαία ελληνική εἴσοδος < εἰς + ὁδός
Ρήμα
επεξεργασίασοδεύω
- (σπάνιο) συγκεντρώνω σε αποθήκες σιτηρά ή άλλα για πούλημα (ή άλλους σκοπούς)
- (σπάνιο) ζω σαν εισοδηματίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία σοδεύω
|