Ετυμολογία

επεξεργασία
σλάλομ < αγγλική slalom

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σλάλομ ουδέτερο άκλιτο

  • αγώνισμα του σκι στο οποίο ο σκιέρ πρέπει να κατέβει μια διαδρομή κάνοντας ελιγμούς ανάμεσα σε πασσάλους που έχουν τοποθετηθεί σε τεθλασμένη γραμμή (ζικ ζακ)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία