Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σλάλομ < αγγλική slalom

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σλάλομ ουδέτερο άκλιτο

  • αγώνισμα του σκι στο οποίο ο σκιέρ πρέπει να κατέβει μια διαδρομή κάνοντας ελιγμούς ανάμεσα σε πασσάλους που έχουν τοποθετηθεί σε τεθλασμένη γραμμή (ζικ ζακ)

  Μεταφράσεις επεξεργασία