Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

σκυθρώπιασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος σκυθρωπιάζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος σκυθρωπιάζω