Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκολόπαξ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκολόπαξ
<
αρχαία ελληνική
σκολόπαξ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκολόπαξ
αρσενικό
(
καθαρεύουσα
) (
πτηνό
)
είδος
μπεκάτσας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκολόπαξ
αρχαία ελληνικά
:
σκολόπαξ
λατινικά
:
scolopax
(la)