σκληρόψυχα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκληρόψυχα < σκληρόψυχος + -α < ελληνιστική κοινή σκληρόψυχος < αρχαία ελληνική σκληρός + ψυχή
Επίρρημα επεξεργασία
σκληρόψυχα
- με σκληρόψυχο τρόπο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις σκληρόψυχος, σκληρός και ψυχή
Πηγές επεξεργασία
- σκληρόψυχα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκληρόψυχα
|