Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

σκληραγώγησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος σκληραγωγώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος σκληραγωγώ