σκιαγραφικῶς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκιαγραφικῶς (μαρτυρείται από το 1870) [1] < (ελληνιστική κοινή) σκιαγραφικ(ός) + -ῶς
Επίρρημα
επεξεργασίασκιαγραφικῶς
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 910, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου