σκανδαλολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκανδαλολογώ < σκάνδαλ(ο) + -ο- + -λογώ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /skan.ða.lo.loˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκαν‐δα‐λο‐λο‐γώ
Ρήμα
επεξεργασίασκανδαλολογώ, πρτ.: σκανδαλολογούσα, αόρ.: σκανδαλολόγησα (χωρίς παθητική φωνή)
- ενδιαφέρομαι πάρα πολύ και μιλάω για σκάνδαλα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σκάνδαλο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκανδαλολογώ | σκανδαλολογούσα | θα σκανδαλολογώ | να σκανδαλολογώ | σκανδαλολογώντας | |
β' ενικ. | σκανδαλολογείς | σκανδαλολογούσες | θα σκανδαλολογείς | να σκανδαλολογείς | (σκανδαλολόγει) | |
γ' ενικ. | σκανδαλολογεί | σκανδαλολογούσε | θα σκανδαλολογεί | να σκανδαλολογεί | ||
α' πληθ. | σκανδαλολογούμε | σκανδαλολογούσαμε | θα σκανδαλολογούμε | να σκανδαλολογούμε | ||
β' πληθ. | σκανδαλολογείτε | σκανδαλολογούσατε | θα σκανδαλολογείτε | να σκανδαλολογείτε | σκανδαλολογείτε | |
γ' πληθ. | σκανδαλολογούν(ε) | σκανδαλολογούσαν(ε) | θα σκανδαλολογούν(ε) | να σκανδαλολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκανδαλολόγησα | θα σκανδαλολογήσω | να σκανδαλολογήσω | σκανδαλολογήσει | ||
β' ενικ. | σκανδαλολόγησες | θα σκανδαλολογήσεις | να σκανδαλολογήσεις | σκανδαλολόγησε | ||
γ' ενικ. | σκανδαλολόγησε | θα σκανδαλολογήσει | να σκανδαλολογήσει | |||
α' πληθ. | σκανδαλολογήσαμε | θα σκανδαλολογήσουμε | να σκανδαλολογήσουμε | |||
β' πληθ. | σκανδαλολογήσατε | θα σκανδαλολογήσετε | να σκανδαλολογήσετε | σκανδαλολογήστε | ||
γ' πληθ. | σκανδαλολόγησαν σκανδαλολογήσαν(ε) |
θα σκανδαλολογήσουν(ε) | να σκανδαλολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκανδαλολογήσει | είχα σκανδαλολογήσει | θα έχω σκανδαλολογήσει | να έχω σκανδαλολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκανδαλολογήσει | είχες σκανδαλολογήσει | θα έχεις σκανδαλολογήσει | να έχεις σκανδαλολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκανδαλολογήσει | είχε σκανδαλολογήσει | θα έχει σκανδαλολογήσει | να έχει σκανδαλολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκανδαλολογήσει | είχαμε σκανδαλολογήσει | θα έχουμε σκανδαλολογήσει | να έχουμε σκανδαλολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκανδαλολογήσει | είχατε σκανδαλολογήσει | θα έχετε σκανδαλολογήσει | να έχετε σκανδαλολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκανδαλολογήσει | είχαν σκανδαλολογήσει | θα έχουν σκανδαλολογήσει | να έχουν σκανδαλολογήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκανδαλολογώ
|