Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκαλπ < (άμεσο δάνειο) αγγλική scalp • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκαλπ ουδέτερο άκλιτο (πληθυντικός και σκαλπς (scalps)

  1. στην αμερικανική γλώσσα, scalp ονομάζεται το τριχωτό μέρος της κεφαλής
  2. γδαρμένα μαλλιά από ανθρώπινο κεφάλι, που σε κάποιες φυλές ινδιάνων, οι πολεμιστές, ως απόδειξη της ανδρείας τους, αφαιρούσαν από τους νεκρούς εχθρούς τους
    ※  ο γηραιότερος της φυλής άνοιξε το χορό, κάλεσε έναν πολεμιστή και του έδωσε ένα μακρύ, λεπτό κοντάρι που είχε πάνω του στερεωμένα σκαλπ. Ο πολεμιστής αφηγήθηκε μια ιστορία ανδρείας και έπειτα... (Φίλιπ Μάγιερ, Ο γιος, εκδ. Καστανιώτη)

  Μεταφράσεις επεξεργασία