σιδηρωτήριον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σιδηρωτήριον < αρχαία ελληνική σιδηρῶ (-όω) + -τήριον → και δείτε τη λέξη σιδερωτήριο
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιδηρωτήριον ουδέτερο (καθαρεύουσα)
- σιδερωτήριο
- ↪ ραφεῖον και σιδηρωτήριον
Πηγές επεξεργασία
- σιδηρωτήριον σελ.6520 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)