Ετυμολογία

επεξεργασία
σιδηρωτήριον < αρχαία ελληνική σιδηρῶ (-όω) + -τήριον → και δείτε τη λέξη σιδερωτήριο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σιδηρωτήριον ουδέτερο (καθαρεύουσα)