Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

σιγοψιθύρισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος σιγοψιθυρίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος σιγοψιθυρίζω