Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σιγοψιθύρισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
σιγοψιθύρισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
σιγοψιθυρίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
σιγοψιθυρίζω