Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

σιγομουρμούρισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος σιγομουρμουρίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος σιγομουρμουρίζω