Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιγίλλιον < (λόγιο δάνειο) λατινική sigill(um) (σφραγίδα) (συνήθως στον πληθυντικό sigillia), υποκοριστικό του signum+ -ιον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σιγίλλιον ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία