Ετυμολογία

επεξεργασία
σημηνάμενος < σημαίνω

σημηνάμενος αρσενικό, (θηλυκό σημηναμένη, ουδέτερο σημηνάμενον)

  • μετοχή μέσου αορίστου του ρήματος σημαίνω στην ονομαστική και κλητική ενικού
→ δείτε τη λέξη  σημαίνω