σηκώνω ατμό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
σηκώνω ατμό
- διοχετεύω περισσότερο ατμό
- (ναυτικός όρος): δυναμώνω την πίεση του ατμού, ενισχύοντας την πυρά στους λέβητες
- (συνεκδοχικά): εξοργίζομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
σηκώνω ατμό
|