Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σατίρισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
σατίρισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
σατιρίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
σατιρίζω