Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σασμάν < γαλλική changement (de vitesses)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σασμάν ουδέτερο άκλιτο

  • κιβώτιο ταχυτήτων

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία