Ετυμολογία

επεξεργασία
σαραντίζω < σαράντα + -ίζω

σαραντίζω

  • (για γυναίκα που γέννησε ή το νεογέννητο) κλείνω σαράντα μέρες από τη γέννα


  Μεταφράσεις

επεξεργασία