σαραντίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασαραντίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σαραντίζω | σαράντιζα | θα σαραντίζω | να σαραντίζω | σαραντίζοντας | |
β' ενικ. | σαραντίζεις | σαράντιζες | θα σαραντίζεις | να σαραντίζεις | σαράντιζε | |
γ' ενικ. | σαραντίζει | σαράντιζε | θα σαραντίζει | να σαραντίζει | ||
α' πληθ. | σαραντίζουμε | σαραντίζαμε | θα σαραντίζουμε | να σαραντίζουμε | ||
β' πληθ. | σαραντίζετε | σαραντίζατε | θα σαραντίζετε | να σαραντίζετε | σαραντίζετε | |
γ' πληθ. | σαραντίζουν(ε) | σαράντιζαν σαραντίζαν(ε) |
θα σαραντίζουν(ε) | να σαραντίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σαράντισα | θα σαραντίσω | να σαραντίσω | σαραντίσει | ||
β' ενικ. | σαράντισες | θα σαραντίσεις | να σαραντίσεις | σαράντισε | ||
γ' ενικ. | σαράντισε | θα σαραντίσει | να σαραντίσει | |||
α' πληθ. | σαραντίσαμε | θα σαραντίσουμε | να σαραντίσουμε | |||
β' πληθ. | σαραντίσατε | θα σαραντίσετε | να σαραντίσετε | σαραντίστε | ||
γ' πληθ. | σαράντισαν σαραντίσαν(ε) |
θα σαραντίσουν(ε) | να σαραντίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σαραντίσει | είχα σαραντίσει | θα έχω σαραντίσει | να έχω σαραντίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σαραντίσει | είχες σαραντίσει | θα έχεις σαραντίσει | να έχεις σαραντίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σαραντίσει | είχε σαραντίσει | θα έχει σαραντίσει | να έχει σαραντίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σαραντίσει | είχαμε σαραντίσει | θα έχουμε σαραντίσει | να έχουμε σαραντίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σαραντίσει | είχατε σαραντίσει | θα έχετε σαραντίσει | να έχετε σαραντίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σαραντίσει | είχαν σαραντίσει | θα έχουν σαραντίσει | να έχουν σαραντίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαραντίζω
|