σαλμί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαλμί < (άμεσο δάνειο) ιταλική salmi[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /salˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σαλ‐μί
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαλμί ουδέτερο άκλιτο
- τρόπος μαγειρέματος κυνηγημένων ζώων
- σάλτσα που συνοδεύεται με αυτά τα ζώα
Μεταφράσεις επεξεργασία
τρόπος μαγειρέματος
|
σάλτσα για κυνηγημένα ζώα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σαλμί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας