σαλιάρηδων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασαλιάρηδων αρσενικό
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του σαλιάρης
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίασαλιάρηδων αρσενικό
Δείτε επίσης : Σαλιάρηδων |
σαλιάρηδων αρσενικό
σαλιάρηδων αρσενικό