Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαλαβάτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική salâvat < αραβική صلوات (ṣalawāt), πληθυντικός του صلٰوة (ṣalāt, προσευχή, σαλάτ, σαλάχ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαλαβάτι ουδέτερο

  1. (ισλαμισμός) προσευχή
    Ο Βεζίρης φθάνει εις την Λάρισσαν. την Λάρισσα αριβάρισε πριν το μεσημέρι, Το σαλαβάτι του έκαμε, που ευρέθη τόσ'ασκαίρι
  2. ομολογία μωαμεθανικής πίστεως
    Τήν πέμπτην το βράδυ , επήγαν - κ τον έπαρακινέσαν, μόνον το σαλαβάτι να είπή, και να τον απολύσεν και άλλοι το έταζαν άσπρα και πολά, άλοι τον εφοβέριζαν
    εισέρχεται εις την φυλακήν οικειός τις τού Τοπάρχου, και είπε τώ μάρτυρί «μωρέ, δεν δίδεις το σαλαβάτι τουτέστι την μαρτυρίαν της θρησκείας μας. Τώρα έχουν να σε χαλάσουν». Αλλ' ο μάρτυς ύψώσας την κεφαλήν..

  Μεταφράσεις επεξεργασία