σίντο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σίντο < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 神道 (Shintō)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασίντο ουδέτερο άκλιτο
- (θρησκεία) πολυθεϊστική θρησκεία της Ιαπωνίας
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σίντο
|